έμπτωσις — ἔμπτωσις, η (Α) 1. η πτώση, το πέσιμο μέσα σε κάτι 2. (με εχθρ. σημ.) πτώση πάνω σε κάποιον, επίθεση, πίεση 3. ξαφνική πτώση, είσοδος, σύγκρουση, συμπίεση 4. κλίση, ροπή 5. (για εξάρθρωση) ανάταξη 6. (ειδ.) η ετήσια πλημμύρα τού ποταμού Νείλου … Dictionary of Greek
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
έχθρητα — η (Μ ἔχθρητα) έχθρα, εχθρότητα, μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχθρ (έχθρα) + κατάλ. ητα αναλογικά προς τα ουσ. σε (τ)ητα (πρβλ. νεότητα, τιμιότητα)] … Dictionary of Greek
έχθρισσα — ἔχθρισσα, ἡ (Μ) (το θηλ. τού εχθρός) εχθρά, εχθρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρ (εχθρός) + ισσα] … Dictionary of Greek
εκτοπίζω — (AM ἐκτοπίζω) απομακρύνω κάποιον ή κάτι από τον τόπο του, από τη θέση του, μετατοπίζω νεοελλ. 1. (για υπηρεσία ασφαλείας) απομακρύνω κάποιον από τον τόπο κατοικίας του ως επικίνδυνο, εκπατρίζω, εξορίζω 2. απομακρύνω κάποιον για να πάρω τη θέση… … Dictionary of Greek
ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… … Dictionary of Greek
εναντία — ἐναντία και ἐναντίον (AM) 1. (με γεν.) απέναντι 2. (με δοτ. με εχθρ. σημ.) εναντίον κάποιου («ἐναντία τοῑς Λακεδαιμονίοις», Ξεν.) 3. (με άρθρο) τἀναντία αντίθετα («oἱ δὲ Ἕλληνες τἀναντία στρέψαντες ἔφευγον», Ξεν.) … Dictionary of Greek
εναντίον — και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM ἐναντίον Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν]) επίρρ. 1. (με εχθρ. διάθ.) κατά κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», Σολωμ.) 2. αντίθετα με κάποιον ή με κάτι 3. σε αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε κάποιον ή… … Dictionary of Greek
επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek
επίπλους — (I) ο (Α ἐπίπλους) [πλους] ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῑοι», Θουκ.) αρχ. (σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση… … Dictionary of Greek